φλαουτίστας

φλαουτίστας
ο, θηλ. φλαουτίστα και φλαουτίστρια, Ν
μουσικός ειδικευμένος στο φλάουτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. flautista (βλ. και λ. φλάουτο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φλαουτίστας — ο θηλ. ίστα και ίστρια (λ. ιταλ.), μουσικός που παίζει φλάουτο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ίστας — αντιδάνεια κατάλ., πρβλ. ιταλ. ista (< λατ. ista < αρχ. ελλ. ιστής). Οι περισσότερες ελλ. λ. σε ίστας είναι μεταφορές στην ελλ. ξένων όρων (πρβλ. κατωτέρω). Εν τούτοις η κατάλ. εντάχθηκε απόλυτα στο νεοελλ. κλιτικό σύστημα, τόσο ώστε τα… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Γιανγκ, Γουίλιαμ — (William Young, ; 1671). Άγγλος μουσικός. Βιολιστής, φλαουτίστας και συνθέτης, υπηρέτησε στην αυλή του αρχιδούκα του Ίνσμπουργκ και αργότερα του βασιλιά της Αγγλίας. Έγραψε σονάτες δωματίου, φαντασίες, άριες, χορούς και άλλα οργανικά κομμάτια …   Dictionary of Greek

  • Κουάντς, Γιόχαν Γιόακιμ — (Johann Joachim Quantz, Ανόβερο 1697 – Πότσνταμ 1773). Γερμανός μουσικός. Σπούδασε σύνθεση και φλάουτο με τους Φουξ και Μπιφαρντέν. Αργότερα μετέβη στη Ρώμη, όπου σπούδασε την πολυσύνθετη μελοποιία δίπλα στον Γκασπαρίνι. Ήταν ο μεγαλύτερος… …   Dictionary of Greek

  • Μανέ, Εντουάρ — (Edouard Manet, Παρίσι 1832 – 1883). Γάλλος ζωγράφος. Ο πατέρας του ήταν ένας ευκατάστατος ανώτερος δικαστικός, ο οποίος επιθυμούσε να ακολουθήσει ο γιος του τη δική του σταδιοδρομία, παρά την καλλιτεχνική κλίση του. Το 1848 ο νεαρός Μ., για να… …   Dictionary of Greek

  • Μπλούμααρτ, Άμπραχαμ — (Abraham Bloemaert, 1564 – 1651). Ολλανδός ζωγράφος. Αυτοδίδακτος, μελέτησε ιδιαίτερα την τεχνοτροπία των ζωγράφων της Αμβέρσας αλλά και πολλών Ιταλών. Μετά από παραμονή του στο Παρίσι, εγκαταστάθηκε στην Ουτρέχτη, όπου επέδειξε αξιόλογη… …   Dictionary of Greek

  • Ντε Χόοχ, Πιέτερ — (Pieter de Hooch, Ρότερνταμ 1629 – Άμστερνταμ 1684;). Ολλανδός ζωγράφος. Μαθητής του τοπιογράφου Νικολάες Μπέρχεμ στο Χάαρλεμ, εργάστηκε από το 1653 έως το 1662 στο Ντελφτ, στο Λέιντεν και στη Χάγη και από το 1667 στο Άμστερνταμ. Τα νεανικά του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”